ὀπώρης

ὀπώρης
ὀπώρα
the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀπώρης — Ὀπώρη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόσπειστος — νεόσπειστος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε πρόσφατα σε σπονδές («νεοσπείστου νέον οἶνον ὀπώρης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπειστος (< σπένδω), πρβλ. ά σπειστος] …   Dictionary of Greek

  • πολυρραθάμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που εκπέμπει πολλές σταγόνες 2. αυτός που αποστάζει, που σταλάζει χυμούς («πολυρραθάμιγγος ὀπώρης», Νονν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥαθάμιγξ «σταγόνα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”